- παραξάπλωμα
- το [παραξαπλώνω]ξάπλωμα περισσότερο από το κανονικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραξαπλώνω — παραξάπλωσα, παραξαπλώθηκα, παραξαπλωμένος 1. μτβ., απλώνω, τεντώνω κάτι πολύ: Παραξάπλωσες τις δουλειές σου και δεν μπορείς να τις παρακολουθείς. 2. αμτβ., ξαπλώνω για πολύ χρόνο: Παραξάπλωσα το μεσημέρι και σηκώθηκα αργά. Ουσ. παραξάπλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)